κληρωτής

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτής Medium diacritics: κληρωτής Low diacritics: κληρωτής Capitals: ΚΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: klērōtḗs Transliteration B: klērōtēs Transliteration C: klirotis Beta Code: klhrwth/s

English (LSJ)

κληρωτοῦ, ὁ, one who presided over elections by lot or distributions of jurors, Poll.9.44; Dor. κλᾱρωτὰς δικαστᾶν Maiuri Nuova Silloge18.

German (Pape)

[Seite 1452] ὁ, der durchs Loos Erwählende, Poll. 9, 44. – Bei K. S. auch = Besitzer.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτής: -οῦ, ὁ, = κληρωτός, Πολυδ. Θϳ, 44. ΙΙ. = κληρονόμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κληρωτής, δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) κληρώ
1. αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο
2. ο προικισμένος με μια κληρονομημένη ιδιότητα, ο κληρονόμος, ο κτήτορας («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.).