νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
κοιλιαλγῶ, -έω (Α)
έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῖν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῦν
τι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγώ, στομαλγώ].