Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: κοινάσομαι | Medium diacritics: κοινάσομαι | Low diacritics: κοινάσομαι | Capitals: ΚΟΙΝΑΣΟΜΑΙ |
Transliteration A: koinásomai | Transliteration B: koinasomai | Transliteration C: koinasomai | Beta Code: koina/somai |
κοιν-άσας, Dor. for κοινώς-; v. κοινόω.
κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. κοινόω.
κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. αντί κοινώσ-.