κοινοτοπία

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

η
λόγος ή σκέψη χωρίς καμμιά πρωτοτυπία, πεζολογία, κοινός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η χρήση ενίοτε του τύπου κοινοτυπία (με υ) στην ομιλουμένη προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με σύνθετα του τύπος, ιδίως με το πρωτοτυπία, και δεν είναι ορθή. Η λ. κοινοτοπία μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].