κολεόπτιλο

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

το
βοτ. μεμβρανώδες ή σαρκώδες περίβλημα που καλύπτει κυρίως το βλαστίδιο τών αγρωστωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleoptile < νεολατ. coleoptilum < coleo- (πρβλ. κολεο- < κολεόν) + -ptilum (< πτίλον)].