βλαστίδιο

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

το
1. μία από τις αρχικές εμβρυϊκές μορφές των ζώων
2. ο ένας πόλος του φυτικού εμβρύου, από τον οποίο θα σχηματιστεί ο βλαστός και τα φύλλα.