κολλητήρι

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

το (Α κολλητήριον) κολλητήρ
νεοελλ.
1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για θέρμανση ώς το σημείο τήξης του συγκολλητικού υλικού μαλακών ετερογενών συγκολλήσεων
2. (για πρόσ.) άσεμνη επαφή, κυρίως του κάτω μέρους του σώματος, με άγνωστα συνήθως άτομα, σε περιπτώσεις συνωστισμού, σε αίθουσα χορού κ.λπ.
3. άτομο που φλερτάρει επίμονα και ενοχλητικά
4. ως κύριο όν. (στο θέατρο σκιών) το Κολλητήρι
ο γιος του Καραγκιόζη
αρχ.
κόλλα.