κολλογόνος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, ζωογόνος.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, ζωογόνος.