κολπώνω

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

(AM κολπῶ, -όω, Μ και κολπώνω) κόλπος
δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.
γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῦ αἴρεται και κολποῦται», Αριστοτ.)
μσν.
τραυματίζω, πληγώνω
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) κεκολπωμένος, -η, -ον (για λόγο)
πομπώδης.