κομπρέσα

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

η
ψυχρό ή θερμό επίθεμα, κομμάτι από γάζα ή ύφασμα ποτισμένο με νερό ή οινόπνευμα ή άλλη ουσία, το οποίο τοποθετείται εξωτερικά πάνω στο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compressa «πεπιεσμένο επίθεμα» < γαλλ. compresse < ρ. compressor < λατ. compresso «συμπιέζω»].