κοπροζάγαρος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

κοπροζάγαρος, ὁ (Μ)
κοπρόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ-ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. -αρος, πρβλ. παίδαρος, σκύλαρος)].