τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
κοπροζάγαρος, ὁ (Μ)κοπρόσκυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ζάγαρ-ος (< ζαγάρι + μεγεθ. κατάλ. -αρος, πρβλ. παίδαρος, σκύλαρος)].