κοπρόνους

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source

Greek Monolingual

κοπρόνους, -ουν (Μ)
αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει σκέψη αισχρή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους, κουφόνους].