κορακόδεσμος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
ο
ναυτ. ναυτικός κόμβος χρήσιμος για την πρόσδεση λεπτού σχοινιού σε κόρακα, δηλ. σε γάντζο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράκι με σημ. «γάντζος» + -δεσμος (< δεσμός < δέω «δένω»), πρβλ. επίδεσμος, κεφαλόδεσμος].