κορφόφυλλο

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

το
το φύλλο που βρίσκεται στην κορυφή φυτού και ιδίως του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + φύλλο].