κορύπτης
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
ὁ, = κορυπτίλος, EM532.9, Hsch. s.v. κυρίττολος.
Greek Monolingual
κορύπτης, ὁ (Α)
κορυπτίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω.