κορύπτης
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = κορυπτίλος, EM532.9, Hsch. s.v. κυρίττολος.
Greek Monolingual
κορύπτης, ὁ (Α)
κορυπτίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω.
Full diacritics: κορύπτης | Medium diacritics: κορύπτης | Low diacritics: κορύπτης | Capitals: ΚΟΡΥΠΤΗΣ |
Transliteration A: korýptēs | Transliteration B: koryptēs | Transliteration C: koryptis | Beta Code: koru/pths |
ὁ, = κορυπτίλος, EM532.9, Hsch. s.v. κυρίττολος.
κορύπτης, ὁ (Α)
κορυπτίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω.