κορύπτης
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
English (LSJ)
ὁ, = κορυπτίλος, EM532.9, Hsch. s.v. κυρίττολος.
Greek Monolingual
κορύπτης, ὁ (Α)
κορυπτίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω.