κορύπτω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
fut. -ψω Orac. ap. Luc.JTr.31:—butt with the head, Theoc. 3.5, perhaps to be read in Lucil.1241 Marx; etym. of Κορύβαντες, Str. 10.3.21; butt at, τινα Tz.ad Lyc.558:—Med., v. κορύσσω ad fin.
French (Bailly abrégé)
donner des coups de cornes ou de tête, comme le bélier.
Étymologie: cf. κόρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορύπτω [~ κορυφή] met de horens stoten.
German (Pape)
(κόρυς), = κυρίσσω, mit dem Kopfe, mit den Hörnern stoßen; Theocr. 3.5; vgl. Tzetz. zu Lycophr. 558; Luc. Iov. Trag. 31.
Russian (Dvoretsky)
κορύπτω: бить головой или рогами, бодаться Theocr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κορύπτω: μέλλ. -ψω, ὡς τὸ κυρίσσω (ἥτις εἶναι διάφ. γραφ.), κτυπῶ διὰ τῆς κεφαλῆς, κερατίζω, Θεόκρ. 3. 5· ὁρμῶ πρός τινα διὰ τῆς κεφαλῆς, προσβάλλω, τινὰ Τζέτζ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐκορυψάμην πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐκορυξάμην ἐν Ἱππ. 1284. 14, Ἀθήν. 127Α (ὡς παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὑπάρχει διάφ. γραφ. κορύξῃ. ― Παρ’ Ἡσύχ., «ἐκορυπτίας· ἐγαυρίας», ἐκ τοῦ κορυπτιάω = γαυριάω.
Greek Monolingual
κορύπτω (ΑM) κορυφή
ορμώ σε κάποιον με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κερατίζω, κουτουλώ («εἰώθασιν οἱ κριοὶ ἐν τῷ μάχεσθαι τοῖς κέρασιν ἀλλήλους πλήττειν
τοῦτο δ' ἐστὶ κυρίως τὸ κορύπτειν», Τζέτζ.).
Greek Monotonic
κορύπτω: μέλ. -ψω, κουτουλώ με το κεφάλι όπως αν κέρατα, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Meaning: butt with the head (the horns)
See also: s. κορυφή.
Middle Liddell
to butt with the head, Theocr. [from κόρῠς]
Frisk Etymology German
κορύπτω: {korúptō}
Meaning: ‘mit dem Kopf (den Hörnern) stoßen’
See also: s. κορυφή.
Page 1,925