κοτρώνα

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

η
μεγάλος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτρώνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλα, κουτάλα)].