κοτυλίσκη
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἡ, v. κοτυλίσκος.
Greek Monolingual
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδίσκη, φιαλίσκη)].
German (Pape)
ἡ, dim. von κοτύλη, Pherecr. bei Ath. XI.479b.