Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
κοβαλεύω (Α)
μεταφέρω, κουβαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. του κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ].