κουμπότρυπα

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

και κομπότρυπα, η
1. η σχισμή σε ρούχο ή παπούτσι από την οποία περνά και συγκρατείται το κουμπί
2. τραύμα από μαχαίρι ή από σφαίρα όπλου.