κουμπώνω

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

κουμπί
1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του
2. μέσ. κουμπώνομαι
α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά
β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου.