κουροθαλής

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

κουροθαλής, -ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α)
1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει
2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αειθαλής, νεηθαλής, οικοθαλής].

German (Pape)

ές, entweder von κοῦρος und θάλλω, = κουροτρόφος, od. von κουρά und θάλλω, was oben abgeschnitten von Neuem ausschlägt und grünt, wie die Zypresse und der Lorbeer; vgl. CreuzersCreuzers Symbolik II p. 191.