κουρσάρος

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος)
1. πειρατής, ληστής
2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus «κούρσα, κούρσος» + -arius].