Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος)1. πειρατής, ληστής2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus «κούρσα, κούρσος» + -arius].