Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
κοῦρβος, ὁ (Μ)καμπύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curvus «καμπύλος, κυρτός»].