κούρβος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

κοῦρβος, ὁ (Μ)
καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curvus «καμπύλος, κυρτός»].