κρεατοσάνιδο

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

το
ξύλινη σανίδα πάνω στην οποία κόβεται το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + σανίδι].