κρητηρίζω
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
v. κρατηρίζω (mix a bowl of wine, drink from a bowl of wine, drink out of the krater).
Greek Monolingual
κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) κρατήρ
1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα
2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια
3. παθ. κρατηρίζομαι
πίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες κρασιού, πίνω με την κανάτα.