κριθόμαντις
From LSJ
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
-εως, ὁ, one who divined by barley, Suid. s.v. προφητεία.
German (Pape)
[Seite 1509] ὁ, der aus Gerste wahrsagt, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθόμαντις: -εως, ὁ, ὁ διὰ τῆς κριθῆς μαντευόμενος, Λοβ. Ἀγλαόφ. 815.
Greek Monolingual
κριθόμαντις, -εως, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει με το ρίξιμο του κριθαριού («ἀλευρομάντεις ἄγων καὶ κριθομάντεις», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + μάντις (πρβλ. ονειρόμαντις, ορνιθόμαντις)].