κροκοδείλιον
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
German (Pape)
[Seite 1512] τό, ein Kraut, nach der rauhen Oberfläche seiner Blätter benannt, Diosc. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κροκοδείλιον: τό, φυτόν τι ὀνομασθὲν οὕτως ἐκ τῆς τραχείας ἐπιφανείας τοῦ στελέχους αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 12.