κυανάντυξ

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

German (Pape)

[Seite 1521] υγος, von dunkelblauer Rundung, οὐρανός, Synes. H. 9, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάντυξ: -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κυανοῦν, βαθύχρουν θόλον, οὐρανὸς Συνεσ. Ὕμν. 9. 45.

Greek Monolingual

κυανάντυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄντυξ, -υγος «θόλος» (πρβλ. ευάντυξ, λευκάντυξ].