κυανοπρώρειος
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
German (Pape)
[Seite 1521] ον, = Folgdm; νῆες, Od. 3, 299. – E. M. 695, 32 führt aus Sim. das fem. κυανοπρώϊρα an.
Greek Monolingual
κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα (Α)
βλ. κυανόπρωρος.