κυανοπρῴρειος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπρῴρειος Medium diacritics: κυανοπρῴρειος Low diacritics: κυανοπρώρειος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΡΩΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kyanoprṓireios Transliteration B: kyanoprōreios Transliteration C: kyanoproreios Beta Code: kuanoprw/|reios

English (LSJ)

κυανοπρῴρειον, = κυανοπρώειρα (dark-prowed), Od. 3.299 ; κυανοπρώειρα Simon. 241.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.

German (Pape)

ον, = κυανόπρῳρος; νῆες, Od. 3.299. – EM. 695.32 führt aus Sim. das fem. κυανοπρώϊρα an.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνοπρῴρειος: Hom. = κυανόπρῳρος.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοπρῴρειος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ὀδ. Γ. 299· θηλ. κυανοπρώειρα, Σιμων. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 692. 25.

Greek Monotonic

κυᾰνοπρῴρειος: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κυᾰνο-πρῴρειος, ον = κυᾰνόπρῳρος, Od.]