κυανοπρῴρειος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
κυανοπρῴρειον, = κυανοπρώειρα (dark-prowed), Od. 3.299 ; κυανοπρώειρα Simon. 241.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.
German (Pape)
ον, = κυανόπρῳρος; νῆες, Od. 3.299. – EM. 695.32 führt aus Sim. das fem. κυανοπρώϊρα an.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνοπρῴρειος: Hom. = κυανόπρῳρος.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοπρῴρειος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ὀδ. Γ. 299· θηλ. κυανοπρώειρα, Σιμων. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 692. 25.
Greek Monotonic
κυᾰνοπρῴρειος: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
κυᾰνο-πρῴρειος, ον = κυᾰνόπρῳρος, Od.]