κυβικῶς
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
French (Bailly abrégé)
en forme de cube.
Étymologie: κύβος.
Russian (Dvoretsky)
κῠβικῶς: в виде куба (σφαιρικῶς ἢ κυβικῶς Plut.).