κυκλοπληγία

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η
ιατρ. παράλυση του ακτινωτού μυός που εκδηλώνεται με αδυναμία προσαρμογής του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycloplegia < cycl(o)- (< κύκλος) + -plegia (< -πληγία < πληγή)].