κυμβοπώγων

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cymbopogon < cymbo- (< λατ. cymba < κύμβη) + -pogon (< νεολατ. pogon < πώγων)].