κυμινόθερμον

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

κυμινόθερμον και κυμινοθέρμιν, τὸ (Μ)
αφέψημα από κύμινο το οποίο κατέπαυε τη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θερμόν, με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].