κυμινόθερμον
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
κυμινόθερμον και κυμινοθέρμιν, τὸ (Μ)
αφέψημα από κύμινο το οποίο κατέπαυε τη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θερμόν, με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].