κυμινόθερμον
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
Greek Monolingual
κυμινόθερμον και κυμινοθέρμιν, τὸ (Μ)
αφέψημα από κύμινο το οποίο κατέπαυε τη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θερμόν, με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].