κυμινόθερμον

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

Greek Monolingual

κυμινόθερμον και κυμινοθέρμιν, τὸ (Μ)
αφέψημα από κύμινο το οποίο κατέπαυε τη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θερμόν, με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].