κυνδαλοπαίκτης
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
v. κυνδαλισμός.
Greek Monolingual
κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης.
German (Pape)
ὁ, der κυνδαλισμός spielt, Poll. a.a.O., Hesych.