κωμύδριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of κώμη, Porph.Chr.64.
II perhaps Dim. of κῶμος, Steph.in Rh.285.19.
German (Pape)
[Seite 1545] τό, dim. von κώμη, Dörfchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωμύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κώμη, Ἐκκλ.· πρβλ. κωμίδιον.
Greek Monolingual
κωμύδριον, τὸ (Α)
1. μικρή κώμη
2. πιθ. υποκορ. του κώμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον, μυθύδριον)].