κωπητήρ

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπητήρ Medium diacritics: κωπητήρ Low diacritics: κωπητήρ Capitals: ΚΩΠΗΤΗΡ
Transliteration A: kōpētḗr Transliteration B: kōpētēr Transliteration C: kopitir Beta Code: kwphth/r

English (LSJ)

κωπητῆρος, ὁ, = τροπωτήρ, Hermipp.54, Agath.5.21, cf. Poll.1.92; v. ἐπικωπητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

κωπητήρ: ῆρος, ὁ, παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ. ὁ σκαλμὸς τῆς κώπης, οὕτω καὶ ὁ Πολυδ. Αϳ, 93 (τὸν τόπον δὲ τὸν πρὸς ταῖς κώπαις κωπητῆρα (οὕτως ἀναγνωστέον) καλοῦσιν)· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ «ἐπικωπητήρ· τροπωτήρ».