κωποξύστης

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωποξύστης Medium diacritics: κωποξύστης Low diacritics: κωποξύστης Capitals: ΚΩΠΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kōpoxýstēs Transliteration B: kōpoxystēs Transliteration C: kopoksystis Beta Code: kwpocu/sths

English (LSJ)

κωποξύστου, ὁ, (κώπη, ξύω) oar-maker, SIG1000.17 (Cos), Glossaria.

Greek Monolingual

κωποξύστης, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.