κόλαστρο

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

το
η κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κολάστρα, με αλλαγή γένους, πιθ. με επίδραση του λατ. ουδ. colostrum].