κόπασις

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, das Ermüden, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόπασις: -εως, ἡ, κόπωσις, Achmes Ὀνειροκρ. σ. 222, 22· κόπασμα, τό, χαλάρωσις, κατεύνασις, κατάπτωσις, ὕφεσις, παῦσις, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 833.

Greek Monolingual

κόπασις, ἡ (Μ) κοπάζω
κόπωση, κούραση, κατάπτωση.