μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: κόστον | Medium diacritics: κόστον | Low diacritics: κόστον | Capitals: ΚΟΣΤΟΝ |
Transliteration A: kóston | Transliteration B: koston | Transliteration C: koston | Beta Code: ko/ston |
τό, v. κόστος, ὁ.
κόστον, τὸ (Α)
το αρωματικό φυτό κόστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κόστος (Ι), ο].