κύλλαβοι

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλλαβοι Medium diacritics: κύλλαβοι Low diacritics: κύλλαβοι Capitals: ΚΥΛΛΑΒΟΙ
Transliteration A: kýllaboi Transliteration B: kyllaboi Transliteration C: kyllavoi Beta Code: ku/llaboi

English (LSJ)

ὑπώπια, Hsch.; cf. κύλα.

Greek Monolingual

κύλλαβοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ύπώπια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τά) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -λ- + επίθ. -βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος)].