κύρειος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
κύρειος, -εία, -ον (Α) Κύρος
αυτός που ανήκει στον Κύρο ή έχει σχέση με τον Κύρο («εἰσπίπτει εἰς τὸ Κύρειον στρατόπεδον», Ξεν.).