λάβριχος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

λάβριχος, ὁ (Α)
ψάρι του γλυκού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + κατάλ. -ιχος (πρβλ. πύρριχος)].