λίμνηστρον
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
τό, = ἀδάρκη, Gal.12.424.
Greek Monolingual
λίμνηστρον, τὸ (Α)
λιμνησία, αδάρκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιμνηστρίς, κατά τα ουδέτερα σε -ον].