τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
Full diacritics: λίναμαι | Medium diacritics: λίναμαι | Low diacritics: λίναμαι | Capitals: ΛΙΝΑΜΑΙ |
Transliteration A: línamai | Transliteration B: linamai | Transliteration C: linamai | Beta Code: li/namai |
λίναμαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τρέπομαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιάζομαι.
See also: s. λιάζομαι