λίπας
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
[ῐ], τό, = λίπος, used by Aret. in nom. λίπας, CD2.3, SD2.9; gen. λίπαος CA1.1; dat. λίπαϊ ibid.
German (Pape)
[Seite 51] αος, τό, = λίπος, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
λίπᾰς: [ῐ], τό, = λίπος, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρεταίῳ κατ’ ὀνομ. λίπας, Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· γεν. λίπαος Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· δοτ. λίπαϊ αὐτόθι.
Greek Monolingual
λίπας, τὸ (Α)
λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίπος (τὸ), κατά το κρέας.